Close

Login

Close

Εγγραφή

Close

Lost Password

Περισσότερα για το

The Dark Pictures Anthology: House of Ashes | Review

Ένας τέτοιος κρυμμένος κόσμος θα έπρεπε να παραμείνει κρυμμένος.

Κάθε χρόνο η Supermassive Games μας παρουσιάζει μια νέα ιστορία βγαλμένη από τον τρομαχτικό και γεμάτο κινδύνους κόσμο του The Dark Pictures Anthology, και κάθε φορά μένουμε έκπληκτοι από την τεράστια γκάμα ιδεών που μπορεί να ενσωματώσει σε αυτές, δημιουργώντας εμπειρίες ικανές να συναγωνιστούν τις μεγάλου budget ταινίες του Hollywood. Ύστερα από τo πλοίο φάντασμα του Man of Medan και το στοιχειωμένο από το κυνήγι μαγισσών χωριό του Little Hope, την σειρά του βρήκε και ο θαμμένος αρχαίος κόσμος του House of Ashes, και όλα όσα αυτός κρύβει. Σε μια σειρά όμως με τόσες προοπτικές για μια συναρπαστική και horror ιστορία, κατάφερε το House of Ashes να ξεχωρίσει ανάμεσά τους ή έμεινε θαμμένο κάτω από τους προκατόχους του;

Η ιστορία του House of Ashes, η οποία και είναι το πιο δυνατό σημείο του τίτλου, ευτυχώς καταφέρνει εύκολα να ξεχωρίσει, όχι μόνο γιατί είναι ενδιαφέρουσα, αλλά γιατί αποτελεί ένα ποτ πουρί τεσσάρων διαφορετικών ιστοριών, με την κάθε μια να έχει τα δυνατά της σημεία, τις ανατροπές τις και άπλετα στοιχεία φρικιαστικών λεπτομερειών. Οι πρωταγωνιστές μας ανήκουν στην τέταρτη και τελευταία ιστορία, η οποία μας τοποθετεί στο 2003 κατά την διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, και τέσσερις από αυτούς, η Rachel, ο Eric, ο Nick και ο Jason ανήκουν στον Αμερικανικό στρατό με την αποστολή τους να είναι ο εντοπισμός μιας υπόγειας εγκατάστασης που στεγάζει χημικά όπλα του Saddam Hussein, ενώ ο πέμπτος χαρακτήρας, ο Salim, είναι υπολοχαγός του Ιρακινού στρατού, που κλίνεται να τους εμποδίσει. Καθώς όμως φτάνουν στην προκαθορισμένη τοποθεσία και ξεκινάει η αναπόφευκτη ρήξη μεταξύ τους, η γη ανοίγει διάπλατα και τους καταπίνει (στην κυριολεξία), βυθίζοντάς τους σε έναν σκοτεινό και ξεχασμένο από ολόκληρη την ανθρωπότητα κόσμο.

Σε εκείνο τον κόσμο ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα απομεινάρια των υπόλοιπων τριών ιστοριών, και το στοιχείο που τις συνδυάζει, τους βρικόλακες. Οι βρικόλακες ανήκουν στην πρώτη ιστορία και είναι μια εξαιρετικά αρχαία φυλή απόκοσμων πλασμάτων που δυστυχώς για εμάς δεν έχει καμία σχέση με τους μοντέρνους αστραφτερούς βρικόλακες στις ταινίες, και μοιάζουν σαν το παράξενο και τρομακτικό παιδί που θα γεννούσε ένας Xenomorph του Alien με μια νυχτερίδα. Είναι τυφλοί αλλά με οξυμένη ακοή που δημιουργεί ένα νέο είδους όρασης για αυτούς (όπως κάνει ο Daredevil), έτσι λοιπόν κάθε φορά που οι πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με τα φρικιαστικά αυτά πλάσματα, δημιουργείται αυτόματα ένα ισχυρό αίσθημα άγχους και επιβίωσης, όχι όμως απαραίτητα τρόμου, καθώς τα jumpscares είναι ως επί το πλείστον ανύπαρκτα και το gameplay του τίτλου σε προετοιμάζει πριν από κάθε τους εμφάνιση.

Όπως λοιπόν συμβαίνει και με τους βρικόλακες, που ανήκουν κυρίως στο σύστημα μάχης του τίτλου, έτσι και οι άλλες δύο ιστορίες ανήκουν σε διαφορετικούς τομείς, και συγκεκριμένα στο περιβάλλον και στα collectibles. Η δεύτερη ιστορία, η οποία μας ταξιδεύει στο 2231 π.Χ., μας διηγείται τα γεγονότα που προκάλεσαν τον αφανισμό ενός ολόκληρου λαού στην Ακκαδική αυτοκρατορία των Σουμέριων, προσφέροντάς μας έτσι το αρχαίο και εντυπωσιακό σκηνικό του τίτλου, το οποίο στεγάζει τεράστιες αίθουσες, επιβλητικά αγάλματα, σκοτεινά περάσματα και άπλετη άμμο, με κάθε σπιθαμή εκείνου του θαμμένου τόπου να είναι εντυπωσιακή και πολλές σκηνές να κόβουν την ανάσα.

Από την άλλη, η τρίτη ιστορία στρέφεται στο 1946, όπου η ομάδα του Βρετανού αρχαιολόγου Randolph Hodgson και της γυναίκας του Mary ανακαλύπτουν τον θαμμένο εκείνο ναό και προσπαθούν να βρουν την αλήθεια πίσω από τους μαζικούς θανάτους και την ξαφνική πτώση της αυτοκρατορίας. Κατά την διάρκεια αυτής τους της αναζήτησης αφήνουν στον διάβα τους μια πληθώρα χειρόγραφων ντοκουμέντων, αριθμημένων ευρημάτων και άλλων αρχείων δίπλα από τον πεπαλαιωμένο εξοπλισμό τους, όπου κάθε ένα από αυτά τα έγγραφα μας προσφέρουν όχι μόνο έναν τεράστιο και αρκετά ενδιαφέρον όγκο πληροφοριών, αλλά και ένα πιο ολοκληρωμένο και ελκυστικό gameplay.

Το gameplay τμήμα του τίτλου όμως δεν είναι το μοναδικό ελκυστικό κομμάτι του. Ο φωτισμός του είναι εξαιρετικός, έως και φωτορεαλιστικός, και εναρμονίζεται άριστα με το λεπτομερές και επιβλητικό περιβάλλον. Τα sound effects είναι επίσης ιδιαίτερα πετυχημένα, ενώ η έλλειψη μουσικής και η ενσωμάτωση μιας πληθώρας διαφορετικών ατμοσφαιρικών ήχων στην θέση της κάνουν την εμπειρία ακόμη πιο ενδιαφέρουσα και γεμάτη αγωνία.

Ένα ακόμη εξαιρετικό κομμάτι του τίτλου είναι φυσικά η ερμηνεία των ηθοποιών. Σε έναν τέτοιου είδους τίτλο, όπου η γραμμή ανάμεσα σε ένα βιντεοπαιχνίδι και σε μια ταινία έχει πλέον γίνει ιδιαίτερα λεπτή και πρακτικά σχεδόν ανύπαρκτη, οι ηθοποιοί και ο τρόπος με τον οποίον θα ενσαρκώσουν τους ρόλους τους αποτελούν το πιο σημαντικό κομμάτι του τίτλου, και ευτυχώς τόσο η Ashley Tisdale όσο και το υπόλοιπο cast κατάφεραν να μας προσφέρουν μια αξιομνημόνευτη εμπειρία με δυνατές στιγμές και καθαρά συναισθήματα, όπως του συνεχούς τρόμου και της στιγμιαίας ανακούφισης ή χαράς όταν καταφέρουν κάτι.

Αυτό όμως που δυστυχώς μας αποτραβάει από την συνολική κινηματογραφική εμπειρία είναι τα μοντέλα των χαρακτήρων. Ενώ από την μια είναι εξαιρετικά λεπτομερή, ειδικά σε χαρακτήρες σαν τον Nick ή τον δευτερεύων Joey, παρουσιάζονται πολλές φορές ζητήματα που κάνουν τον τίτλο να μοιάζει ψεύτικος, όπως τα εξαιρετικά νεκρά μάτια της Rachel, που φαίνονται σαν να μην κοιτάνε πουθενά αλλά παράλληλα να τρυπάνε μέσα στην ψυχή σου, ή οι αχρείαστες και οι υπερβολικές κινήσεις στο κεφάλι τους, που δεν τους αφήνουν να εστιάσουν σε αυτόν που μιλούν.

Επιπλέον, ένα ακόμη αρνητικό του τίτλου βρίσκεται στον τεχνικό του τομέα. Ενώ η PlayStation 5 έκδοση του τίτλου είναι ρευστή και καθαρή σαν κρυστάλλινο νερό, χάρη στις Quality και Perforamance λειτουργίες που προσφέρουν native 4K/30fps και dynamic 4Κ/60fps αντίστοιχα, η PlayStation 4 έκδοση πάσχει από πολλά ελαττώματα, όπως τον πολύ αργό ρυθμό φόρτωσης των textures, το οποίο δύσκολα συνηθίζεται καθώς μπορεί να συμβεί σε μεγάλο κομμάτι της οθόνης, το συχνό τρεμόπαιγμα των textures γύρω από τους χαρακτήρες όταν αυτοί κινούνται ελαφρώς, και την ξαφνική παύση μιας άκυρης στιγμής των cutscene ώστε να εμφανιστεί η μαύρη οθόνη του loading, σταματώντας απότομα την ροή της ιστορίας η οποία μέχρι εκείνη την στιγμή μας είχε σκλαβώσει.

Από την άλλη, αυτά τα προβλήματα φαίνονται να καταλαγιάζουν αισθητά κατά την διάρκεια του ίδιου του gameplay, στην θέση τους όμως εμφανίζονται άλλα ζητήματα, όπως η κάμερα και η κίνηση των χαρακτήρων. Εν μέρη ο “βαρύς” κινηματογραφικός τους χειρισμός είναι κατανοητός, καθώς σε μια ταινία δεν θα βλέπαμε τους πρωταγωνιστές να κάνουν συνεχώς τζόκινγκ χωρίς να κουράζονται, το βήμα των πρωταγωνιστών όμως είναι τόσο αργό που κατέληξα πολλές φορές να αγανακτώ, κυρίως στις τεράστιες εκείνες αίθουσες που χρειάζονταν λεπτομερή εξερεύνηση. Ακόμη, η ελευθερία κίνησης της κάμερας σε σύγκριση με το Man of Medan (υπήρχε ήδη στο Little Hope) ήταν ευχάριστη, αλλά συχνά προβληματική, καθώς γεννούσε παράξενες οπτικές γωνίες στους πιο κλειστούς χώρους και ο χειρισμός της καθυστερούσε τα πρώτα δευτερόλεπτα μετά την έναρξη χειρισμού του εκάστοτε χαρακτήρα.

Το ίδιο το gameplay όμως αποδείχθηκε αρκετά ευχάριστο. Τα Quick Time Events (QTEs) ήταν απαιτητικά στο μεγαλύτερο επίπεδο δυσκολίας και ιδιαίτερα δημιουργικά, κυρίως όταν οι χαρακτήρες έπρεπε να παραμείνουν ακίνητοι και να ελέγξουν τους καρδιακούς τους παλμούς, ενώ οι επιλογές που δίνονταν στους παίκτες πραγματικά μπορούσαν να αλλάξουν την τροπή των γεγονότων σε τεράστιο βαθμό, προσφέροντάς τους περισσότερα και με μεγαλύτερη ισχύ διλήμματα. Ακόμη και τα QTEs προσέφεραν πολλές φορές επιλογές, οι οποίες θα μπορούσαν μέχρι και να σώσουν ή να καταδικάσουν έναν άλλο χαρακτήρα!

 O τίτλος μας παραχωρήθηκε από την Bandai Namco Hellas, για τις ανάγκες του Review.

Συνοψίζοντας
Το The Dark Pictures Anthology: House of Ashes κατάφερε με επιτυχία να ξεχωρίσει ανάμεσα στις δύο προηγούμενες προσθήκες της σειράς, προσφέροντας στους παίκτες μια πανδαισία δυνατού, γεμάτου ηθικά δύσκολες επιλογές gameplay και καλογραμμένης, πολλών επιπέδων ιστορίας, μαζί με καλό casting και λεπτομερής χαρακτήρες, παρουσίασε όμως και αρκετά ζητήματα τα οποία θα πρέπει να μετατραπούν σε τροφή για σκέψη από την Supermassive Games ώστε να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τις μετέπειτα προσθήκες της σειράς. Αν σκοπεύετε να ζήσετε αυτήν την εμπειρία στο PlayStation 4 ετοιμαστείτε για μια ελαφριά ταλαιπωρία όσων αφορά τον τεχνικό τομέα, στο PlayStation 5 αποτελεί μια συναρπαστική (όχι όμως horror) εμπειρία που δεν πρέπει να χάσετε.

Θετικά:

  • Ιστορία πολλών επιπέδων γεμάτη σασπένς και συναρπαστικές στιγμές
  • Εξαιρετικό περιβάλλον με εκπληκτικό φωτισμό
  • Πολύ καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς
  • Λεπτομερή μοντέλα χαρακτήρων
  • Πολλές σημαντικές επιλογές με δυνατές επιπτώσεις

Αρνητικά:

  • Αρκετά τεχνικά προβλήματα στην PS4 έκδοση του τίτλου
  • Αργή κίνηση χαρακτήρων και κάμερας
  • Δεν θα έπρεπε να ανήκει στην horror κατηγορία
  • Μερικές ατέλειες στο motion capture και τα μάτια των χαρακτήρων
7
Πολύ Καλό

Θετικά:

  • Ιστορία πολλών επιπέδων γεμάτη σασπένς και συναρπαστικές στιγμές
  • Εξαιρετικό περιβάλλον με εκπληκτικό φωτισμό
  • Πολύ καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς
  • Λεπτομερή μοντέλα χαρακτήρων
  • Πολλές σημαντικές επιλογές με δυνατές επιπτώσεις

Αρνητικά:

  • Αρκετά τεχνικά προβλήματα στην PS4 έκδοση του τίτλου
  • Αργή κίνηση χαρακτήρων και κάμερας
  • Δεν θα έπρεπε να ανήκει στην horror κατηγορία
  • Μερικές ατέλειες στο motion capture και τα μάτια των χαρακτήρων
7
Πολύ καλό
Latest news

Δείτε επίσης